- λαφυραγωγία
- η (AM λαφυραγωγία) [λαρυραγωγώ]αρπαγή λαφύρων, λαφυραγώγησηαρχ.λάφυρο, λεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαφυραγωγία — λαφυραγωγίᾱ , λαφυραγωγία carrying off booty fem nom/voc/acc dual λαφυραγωγίᾱ , λαφυραγωγία carrying off booty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυραγωγίᾳ — λαφυραγωγίᾱͅ , λαφυραγωγία carrying off booty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυραγωγία — η λαφυραγώγηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαφυραγωγίας — λαφυραγωγίᾱς , λαφυραγωγία carrying off booty fem acc pl λαφυραγωγίᾱς , λαφυραγωγία carrying off booty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυραγωγίαι — λαφυραγωγίᾱͅ , λαφυραγωγία carrying off booty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυραγωγίαν — λαφυραγωγίᾱν , λαφυραγωγία carrying off booty fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυραγωγίαις — λαφυραγωγία carrying off booty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυσός — (II) Μυσός, ὁ (ΑΜ) ο κάτοικος τής Μυσίας αρχ. παροιμ. φρ. α) «Μυσῶν λεία» λεγόταν για πράγμα που είναι εκτεθειμένο στη διάθεση όλων και επομένως υπόκειται ατιμωρητί σε λαφυραγωγία β) «ὁ Μυσῶν ἔσχατος» ο πιο ευτελής από τους ανθρώπους … Dictionary of Greek
αλλαμπάντα — (I) επίρρ. εγκάρσια, στο πλευρό (επιφώνημα προς τους ναύτες «όρτε αλλαμπάντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alla banda. ΠΑΡ. νεοελλ. ουσ. αλλαμπάντα]. (II) η η επιδρομή τών Αλβανών κατά τα Ορλοφικά 2. διαρπαγή, λαφυραγωγία, πλιάτσικο 3. αναταραχή,… … Dictionary of Greek
γιασάκι — το λαφυραγωγία, λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yasak] … Dictionary of Greek